- Ἁρπάλου
- Ἅρπαλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek
Γλυκέρα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η Σικιωνία (4ος αι. π.Χ.). Υπήρξε εταίρα του διάσημου ζωγράφου Παυσία. Η Γ. ήταν φτωχή κόρη η οποία πουλούσε άνθινα στέφανα, που τα έπλεκε όμως με τόση καλαισθησία, ώστε ο ζωγράφος Παυσίας μιμήθηκε την τέχνη της και… … Dictionary of Greek
Δημάδης — (380; – 319 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός. Ήταν αντίπαλος του Δημοσθένη. Αιχμαλωτίστηκε στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και απελευθερώθηκε από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, για να αναλάβει μεσολαβητής των ειρηνικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηναίων… … Dictionary of Greek
Κάλλας — I (; – 325 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν γιος του Άρπαλου. Το 335 π.Χ. νικήθηκε στην Τρωάδα από τον Μέμνονα τον Ρόδιο και αναγκάστηκε να καταφύγει στο Ροίτειο, πόλη κοντά στον Ελλήσποντο. Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό (334… … Dictionary of Greek
Φιλοκλής — Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας αρχιτέκτονας από τον δήμο Αχαρνών της Αττικής. (5ος αι. π.Χ.). Κατηύθυνε τις εργασίες του Ερεχθείου στην Ακρόπολη της Αθήνας, όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή του έτους 409 π.Χ., και τον διαδέχθηκε ο… … Dictionary of Greek